υπέρχρονος

υπέρχρονος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον χρόνο, αιώνιος («ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως κατάστασις... ἡ ὑπέρχρονος», Βασ.)
2. προγενέστερος, παλαιότερος («οὔτε χρόνῳ ὑποπίπτει -τὸ θεῑον—ἵνα ὑπέρχρονος ὁ πατὴρ γένηται τοῡ υἱοῡ», Επιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + χρόνος (πρβλ. ἔγ-χρονος, σύγ-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρχρονος — super temporal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρχρονον — ὑπέρχρονος super temporal masc/fem acc sg ὑπέρχρονος super temporal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρχρονα — ὑπέρχρονος super temporal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вышшелетный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὑπέρχρονος) превышающий время, довременный, предвечный …   Словарь церковнославянского языка

  • προχρόνιος — ον, Α [πρόχρονος] 1. ο προηγούμενος 2. αυτός που υπήρχε πριν και από τον χρόνο, ο υπέρχρονος …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”