ὑπέρχρονος — super temporal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρχρονον — ὑπέρχρονος super temporal masc/fem acc sg ὑπέρχρονος super temporal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρχρονα — ὑπέρχρονος super temporal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вышшелетный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ὑπέρχρονος) превышающий время, довременный, предвечный … Словарь церковнославянского языка
προχρόνιος — ον, Α [πρόχρονος] 1. ο προηγούμενος 2. αυτός που υπήρχε πριν και από τον χρόνο, ο υπέρχρονος … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek